-
1 οστρακον
τό1) скорлупа(τοῦ ᾠοῦ Arst.)
2) костный панцирь, щит(ок) (sc. τῆς χέλυος HH.)3) раковина(τῶν ὀστρέων Arst.)
4) (см. ὀστρακίνδα) игральный черепокὀστράκου περιστροφή Plat. — поворот или опрокидывание черепка;
ὀστράκου μεταπεσόντος погов. Plat. etc. — с поворотом черепка, т.е. когда дело приняло совсем другой оборот5) pl. кастаньеты, погремушка из раковин(τοῖς ὀστράκοις κροτεῖν Arph.)
6) глиняная миска или горшок Arph.7) глиняный черепок8) острак, вотивный черепок (преимущ. для подачи голоса по вопросу о чьем-л. изгнании; см. ὀστρακίζω и ὀστρακισμός)ὄστρακον ἐπιφέρειν τινί Plut. — высказаться за чьё-л. изгнание
9) остракизм, изгнаниеτοῦ ὀστράκου πόρρω τιθέμενος ἑαυτόν Plut. — полагая, что изгнание ему не угрожает
-
2 ελικη
(ῐ) ἥ1) извилистость, винтообразность(ἑλίκην ἔχειν Arst.)
2) извилистая или винтовая линия(ἐπὴ τέν ἑλίκην κινεῖσθαι Arst.)
3) винтообразная раковина(τοῦ ὀστράκου Arst.)
-
3 συναυξησις
См. также в других словарях:
αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… … Dictionary of Greek
σκαφόποδα — Ομοταξία θαλάσσιων μαλάκιων, που περιλαμβάνει σήμερα 150 περίπου είδη συγκεντρωμένα σε δύο οικογένειας. Τα σ. ζουν μέσα σ’ ένα λείο όστρακο, που μοιάζει με μικρό χαυλιόδοντα, το ευρύτερο τμήμα του οποίου είναι στερεωμένο στο βυθό· από το λεπτό… … Dictionary of Greek
πάγουρος — Δεκάποδο καρκινοειδές, της οικογένειας των παγουριδών. Το σώμα περιλαμβάνει τον κεφαλοθώρακα, πολύ σκληρό, επειδή καλύπτεται από τον ισχυρά χιτινώδη εξωσκελετό, και τη μαλακή κοιλιά, που ο π. την προστατεύει από τους επιτιθέμενους τοποθετώντας… … Dictionary of Greek
μαργαριτάρι — Μαργαρώδης σκληρή ουσία που σχηματίζεται από διάφορα μαλάκια, με την εναπόθεση μαργαριτώδους οστράκου γύρω από ένα μικρό ξένο σώμα. Μαργαριτοφόρα δεν είναι μονάχα ορισμένα δίθυρα της θάλασσας και των γλυκών νερών, αλλά επίσης μερικά γαστερόποδα… … Dictionary of Greek
θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… … Dictionary of Greek
τρηματοφόρα — Τάξη πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζόποδων ή, σύμφωνα με μερικούς ζωολόγους, ιδιαίτερη ομοταξία. Τα τ., που υποδιαιρούνται σε 45 οικογένειες, οι οποίες περιλαμβάνουν συνολικά περισσότερα από 16.000 είδη, είναι συχνά μικροσκοπικοί οργανισμοί, οι… … Dictionary of Greek
απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… … Dictionary of Greek
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek